- νεφέλη
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη.
2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο Ζευς έδωσε σε μια νεφέλη τη μορφή της υπέρτατης θεάς. Από την ένωση του Ιξίωνα με αυτή τη Ν. γεννήθηκε ο Κένταυρος, αρχηγός του γένους των Κενταύρων που κατοικούσε στο Πήλιο.
* * *η (ΑΜ νεφέλη)1. νέφος, σύννεφο, συγκέντρωση νεφών (α. «ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλησιν ἐκρέμω», Ομ. Ιλ.)β. «ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς», ΚΔ)2. ως κύριο όν. Νεφέλημυθ. η μητέρα τού Φρίξου και τής Έλλης3. στον πληθ. Νεφέλαιτίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνουςμσν.φρ. «ἀνεβαίνω μέχρι νεφελῶν» — αυξάνομαι πολύμσν.-αρχ.1. νεφελοειδής κηλίδα τού οφθαλμού2. μτφ. α) λύπη, δυσθυμίαβ) θάνατοςγ) ύπνοςδ) φόνοςε) πόλεμοςαρχ.1. ίζημα μέσα στα ούρα2. κηλίδα σε καθρέφτη3. στον πληθ. λεπτό δίχτυ που χρησιμοποιούσαν για το πιάσιμο τών πουλιών4. ατμός εξατμιζόμενου στερεού5. (αλχ.) χλωριούχος υδράργυρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αρχαία (πρβλ. νέφος*), ανάγεται σε ΙΕ τ. *nebhela «νεφέλη» και συνδέεται με λατ. nebula, αρχ. νορβ. njōl «σκότος», αρχ. άνω γερμ. nebul «ομίχλη». Για τη μεταβολή τού θ. νέφος: νεφέλη πρβλ. ἔτος: ἔταλον / ἔτελον, ἄγκος: ἀγκάλη. Η παρουσία, εξάλλου, επιθήματος με -λ- ίσως είναι χαρακτηριστική ονομάτων σχετικών με φυσικά στοιχεία ή φαινόμενα (πρβλ. ήλιος, άελλα, θύελλα).ΠΑΡ. νεφέλιον, νεφελίς, νεφελώδηςαρχ.νεφεληδόν, νεφελίζω, νεφελόθεν, νεφελωτόςμσν.- νεοελλ.νεφελούμαι / νεφελώνομαινεοελλ.νεφελίνης.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) νεφελοειδής, νεφελοκοκκυγίααρχ.νεφεληγερέτα, νεφεληγερής, νεφελοκένταυρος, νεφελομιγής, νεφελοφόροςαρχ.-μσν.νεφελοσύστατοςμσν.νεφελοδρόμος, νεφελοστάσια, νεφελοχυσίαμσν.- νεοελλ.νεφελοβατώνεοελλ.νεφελοβάμων, νεφελομαντεία, νεφελομετρία, νεφελόμετρο, νεφελοσκέπαστος, νεφελοσκεπής, νεφελοψία. (Β' συνθετικό) ανέφελος, υπερνέφελοςαρχ.εκνέφελος, επινέφελος, παννέφελος, περινέφελος, πολυνέφελος, συννέφελος, υπονέφελος].
Dictionary of Greek. 2013.